- ἀμφιστρατάομαι
- ἀμφιστρᾰτάομαι, Dep.,A beleaguer, besiege, [dialect] Ep. [tense] impf.
ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.11.713
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.11.713
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμφεστρατόωντο — ἀμφιστρατάομαι beleaguer imperf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιστρατόωντο — ἀ̱μφιστρατόωντο , ἀμφιστρατάομαι beleaguer imperf ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) ἀμφιστρατάομαι beleaguer imperf ind mp 3rd pl (epic) ἀμφιστρατάομαι beleaguer imperf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)